8.10.12

un conte d'été

1
Τον Ιούλιο στην Αθήνα δουλεύω, πάω σινεμά, και κοιμάμαι. Και αυτά συνήθως μου αρκούν. Αυτή την εβδομάδα είδα δυο ταινίες στο θερινό και ταυτίστηκα και με τις δύο.

Μεγαλώνεις σαν τα πιτσιρίκια του Moonrise Kingdom, στο δικό σου νησί στη στεριά, με ένα ιδιότυπο σαβουαρ βιβρ που συνδυάζει στοιχεία κλασικής, λαϊκής και αριστερής παιδείας. Κυκλοφορείς όλο τον χρόνο χωρίς παπούτσια, βρώμικος και χαρούμενος. Αγαπάς τη μυρωδιά του καπνού, τα τρακτέρ, τα λιπάσματα και τις χημικές βροχές της επαρχίας.

Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, με βρήκαν γυμνό, γεμάτο νερά και χώματα μέσα σε μια πλαστική λεκάνη, να επιπλέω σε ένα αρδευτικό κανάλι που οδηγούσε στον κύριο αύλακα. Η λεκάνη είχε σκαλώσει στη βλάστηση. Με βρήκε ο παππούς και με γύρισε σπίτι. Με ρώτησαν γιατί έφυγα και τους είπα "Μ' αρέσει να φεύγω". Πόσο δύσκολο πρέπει να είναι να συνεννοείσαι με τα παιδιά.

Μετά από δυο μέρες είδα το Medianeras. Τι να την κάνεις και την τέχνη. Η ζωή δεν είναι τέχνη. Στη ζωή μεγαλώνεις σαν το Moonrise Kingodm, ενηλικιώνεσαι σαν το Medianeras, αλλά δε σου δίνουν το happy end. 



2
Χτες το πρωί άκουγα ένα ελικόπτερο από ψηλά και σκεφτόμουν ότι αυτό είναι ένα από τα πράγματα που δεν έχω κάνει: μια γαμημένη καταδίωξη στον αυτοκινητόδρομο και ένα ελικόπτερο με κάμερα και ελεύθερο σκοπευτή να με ακολουθεί. Έχω ζήσει την καταδίωξη στον ύπνο μου. Είναι ένα από τα όνειρα που βλέπω πιο συχνά. Στην αρχή έμοιαζε με ταινία του Τζέιμς Μπόντ, αυτή στην Νότια Ιταλία με τη λευκή Άλφα Ρομέο. Δεν είναι από τις πολύ γνωστές, αλλά το μεσογειακό τοπίο και η αίσθηση της δεκαετίας του ογδόντα έκανε τις εικόνες οικείες. Τέλος πάντων, έτσι το έβλεπα συνήθως στον ύπνο μου αλλά χωρίς το ελικόπτερο. Μήπως η καταδίωξη συμβολίζει κάτι;

Παπάρια, δεν συμβολίζει τίποτα. Απλά βαρέθηκα και μια καταδίωξη θα έκανε τα πράγματα λίγο πιο διασκεδαστικά. Κι ένα όμορφο κορίτσι στο συνοδηγό, αν και δεν είναι απαραίτητο. Κι ένα ελικόπτερο να δίνει το ρυθμό.

Σχεδιάζω road trips που δεν θα κάνω ποτέ, καθισμένος με το σώβρακο στις καρέκλες του ικεα στο μπαλκόνι πίνοντας φτηνή μπύρα. Δεν έγινε τίποτα, πρέπει να σχεδιάζουμε ταξίδια κι ας μην τα κάνουμε. Σε κρατάει ζωντανό σαν τους φυλακισμένους που κάνουν γυμναστική. Για κάποιο καιρό δεν τα σχεδίαζα καν και αυτή είναι άσχημη φάση. Με ρώταγαν ξέρω 'γω "Κάνα ταξίδι έκανες;" κι έλεγα "Μπα, τίποτα" και σταμάταγε εκεί η συζήτηση. Είναι μαλακία.

Όταν δεν αντέχω άλλο κόβω βόλτες στην Αττική και σκέφτομαι πως είμαι στις δυτικές ΗΠΑ. Ανεβαίνω στον Υμηττό σαν να είναι κάποιο αχαρτογράφητο όρος της Νεβάδα και κατεβαίνω στα Μεσόγεια σαν να είναι η Καλιφόρνια. Στο τέλος νυχτώνει και γυρίζω από την αττική οδό, τρέχω μόνος στο δρόμο, μετράω καλοκαίρια, μαλακισμένες γκόμενες, μπύρες, προβολείς και ηλίθια βαρετά προάστια από αυτά που ελπίζω να μην ζήσω ποτέ. 

Γιατί να μετράς καλοκαίρια; Η αναπόληση είναι αργός θάνατος. Το φετινό καλοκαίρι είναι σαφώς το χειρότερο. Δεν σκέφτομαι άλλο, ανάβω ένα τσιγάρο και κατεβαίνω προς την Καισαριανή ενώ ένα ελικόπτερο περνάει ξαφνικά από πάνω μου και με τυφλώνει για λίγα δευτερόλεπτα με τα φώτα του.



3 
Είναι δεκαπενταύγουστος και είμαι στο χωριό.
Είμαι πια τριάντα, τώρα έγινα, πριν 2-3 εβδομάδες. Τη νύχτα των γενεθλίων μου είχα πάει στην Αβραμιώτου με κάποιους φίλους, άλλοι δεν ήρθαν, άλλοι είναι σκόρπιοι στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο, άλλοι στην Ευρώπη, περίεργη φάση. Καμιά φορά νομίζω πως ο κόσμος μου είναι ένα ηλεκτρικό κύκλωμα φτιαγμένο πάνω σε φτηνές εποξικές πλακέτες με χαλασμένες συνδέσεις και καμμένα led και αντιστάσεις. 

Μέθυσα νωρίς και σταμάτησα να μιλάω, έκανα πως ακούω, έλεγα "ναι", "γάμησε τα", "καλή φάση" χωρίς να ξέρω τι λένε. Η όρασή μου ήταν σχετικά θολή αλλά εντάξει, δεν χρειαζόμουν να βλέπω πολλά, μόνο αυτόν τον τύπο στη σκηνή, δεν τον ξέρω, τον έχω δει δυο-τρεις φορές λάιβ, αλλά κάποιες μέρες τον προτιμώ από τους φίλους μου. Ήταν ωραία, ψιλοπερίεργα, φορούσε αυτή την πορτοκαλί ολόσωμη φόρμα που δεν ξέρω τι είναι. Φυλακή; Εργοστάσιο; Τίποτα; Ποιος νοιάζεται βασικά;

Άκουσα τη μουσική του, μου έκαψε λίγο τον εγκέφαλο και μετά βγήκα με τους άλλους έξω στο πεζοδρόμιο και ήπιαμε κι άλλο. Δεν θυμάμαι πως και πότε έφυγα από κει αλλά θυμάμαι ότι ήθελα να περπατήσω. Είμαι τριάντα ρε μαλάκα, τριάντα χρόνια τίποτα.



4 
Είναι δεκαπενταύγουστος και είμαι στο χωριό.
Είμαι στην αυλή, ιδρωμένος και βαριέμαι. Έχω κόψει το κάπνισμα γιατί κουράζομαι εύκολα και έχω συχνά πονοκεφάλους. Το στομάχι μου και το έντερο μου είναι κόμπος τα τελευταία δέκα χρόνια. Είμαι νευρικός και αποπροσανατολισμένος. Μισώ τα κουνούπια αν και γενικά αγαπάω τα έντομα.

Στη σχολή μελετούσα τα έντομα. Ζηλεύω τα σκληρά έλυτρα των κολεόπτερων, μια κανονική πανοπλία, φτερά ενισχυμένα με χιτίνη και ειδικές πρωτεΐνες, καμία σχέση με το φοβικό και αδύναμο δέρμα του ανθρώπου.

Νομίζω ότι έχω κατάθλιψη. Οι γονείς μου νομίζουν ότι έχω κατάθλιψη. Οι αδερφές μου πιθανόν νομίζουν ότι έχω κατάθλιψη.
"Θέλω να μιλήσω σε κάποιον", λέω στους γονείς μου. 
"Όλοι θέλουμε", απαντάνε και οι δύο ταυτόχρονα. Χαμογελούν ήρεμα και καθησυχαστικά. 

Πίνω λίγη μπύρα και παίζω νευρικά με το μπουκάλι. Γράφω αμήχανες μαλακίες και αστειάκια στο τουιτερ. Εστιάζω στον τοίχο. Δεν ακούγεται τίποτα, μόνο η υγρή πνιχτή νύχτα της δυτικής Ελλάδας. 

Στον τοίχο ένα σαμιαμίδι είναι ακίνητο κάτω από μια λάμπα με κίτρινο φως, κάνει δυο τρεις απότομες κινήσεις, στριφογυρίζει το κεφάλι και επιτίθεται σε μια γκρίζα πεταλούδα της νύχτας. Μένουμε στην αυλή εγώ, το σαμιαμίδι και η λάμπα με το κίτρινο φως.

½
Είμαι στην παλιά σιτροεν του πατέρα μου, η ώρα είναι εφτά, τα βουνά στα νότια είναι κίτρινα από τον ήλιο και απέναντι η Πελοπόννησος σβήνει παραμορφωμένη μέχρι τον ορίζοντα. Κάθομαι στη θέση του συνοδηγού και αισθάνομαι άβολα που δεν οδηγώ εγώ. Παρ' όλα αυτά ξεχνιέμαι και μετά από λίγο χάνομαι ήρεμος στο τοπίο ενώ η μάνα μου οδηγεί προς τη θάλασσα. Είμαστε οι δυο μας στο αυτοκίνητο. Δε μιλάει. Είναι χαμογελαστή και δε με πρήζει. 
"Αισθάνεσαι καλύτερα;" ρωτάει. 
Μάλλον είμαι, σκέφτομαι. Μετά από πολλά χρόνια αισθάνομαι καλά. Λέω ένα γρήγορο "Ναι, μάλλον" και γυρίζω ξανά το βλέμμα μου έξω.

Ψάχνω τις παλιές μου κασέτες στην πλαϊνή θήκη της πόρτας. TDK 120άρα, παιδικά γράμματα με πράσινο στυλό, στη μία πλευρά "ROCK FM 96,8" και στην άλλη "Θανάσης Μήνας". Η κασέτα με τρομάζει, με αποσυντονίζει. Είχε φτάσει σε μένα το 1998, την είχε γράψει ο ξάδερφος μου στην Αθήνα και μου την είχε στείλει.

Belle and Sebastian, Swell, Mercury Rev, Sonic Youth, Afghan Whigs, Portishead. Ξέρω τη σειρά των τραγουδιών απ' έξω. Ξέρω τα σχόλια του Μήνα απ' έξω. Όπως αυτό που έλεγε ότι το shopping μέσω ίντερνετ, αυτή η νέα μόδα, είναι πολύ ξενέρωτο. Ή αυτό που έλεγε πως στις 14 Φεβρουαρίου του 1999 οι Sonic Youth θα παίζουν στο Ροδον και μήπως δεν είναι τυχαίο που θα είναι του Αγ. Βαλεντίνου. Βάζω την κασέτα να παίξει. Η μάνα μου γελάει με τα σχόλια. Κι εγώ γελάω με τα σχόλια. Είναι μόνο δεκατέσσερα χρόνια πριν αλλά νομίζεις ότι έχει περάσει μισός αιώνας από τότε. 
Της θυμίζω την πρώτη φορά που με άφησαν να ανέβω Αθήνα μόνος μου, δευτέρα γυμνασίου, 1996, Τρύπες και Ziggy Was στο Περιστέρι. 
"Φοβόσασταν;" τη ρωτάω. 
"Ήσουν παιδάκι" μου λέει και μάλλον έχει δίκιο.

Φτάνουμε στην παραλία λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Είναι άδεια. Τεράστια αμμώδης παραλία με φοίνικες και αρμυρίκια. Δεν είμαστε όμορφοι και το ξέρουμε. Και μάλλον δεν μας νοιάζει. Βουτάμε και κολυμπάμε ο καθένας μόνος του χωρίς να μιλάμε. Είμαι όντως καλύτερα, σκέφτομαι. 

Την πλησιάζω καθώς επιπλέει ανάσκελα. Χαμογελάει. 
"Τι σκέφτεσαι;" ρωτάω.
"Τίποτα" απαντάει χωρίς να γυρίσει το κεφάλι και χωρίς να σταματήσει να χαμογελάει. Την πιστεύω. Βγαίνω και ξαπλώνω στην παραλία, η άμμος μπαίνει στα μαλλιά μου και εισπνέω μεσογειακή νύχτα.

Φεύγουμε ενώ έχει ήδη σκοτεινιάσει. Δεν μιλάμε, απλά οδηγούμε νωχελικά μέσα στις καλαμποκιές και τα εσπεριδοειδή. Βάζω ξανά την κασέτα που όρισε την εφηβεία μου, τη στοιχειωμένη φωνή του Μήνα που δεν τον ξέρω αλλά καμιά φορά τον προτιμώ από τους φίλους μου. Ένας παραμορφωμένος θόρυβος ακούγεται για λίγα δευτερόλεπτα και μετά τίποτα. 

"Κράτα την για ενθύμιο" λέει η μάνα μου. 
"Δε χρειάζεται" απαντάω και την πετάω ανακουφισμένος από το παράθυρο μέσα στα καλαμπόκια. 



Αισθάνομαι σαν να έχασα δέκα χρόνια. Αισθάνομαι σαν να έγινα 30 αμέσως μετά το Λύκειο, σαν να μην υπήρχε τίποτα ανάμεσα. Κάποια ξεθωριασμένα απογεύματα στο νησί, κάτι υγρά και φορτωμένα πρωινά στην Αγγλία και λίγα βράδια στην Αθήνα. Σιγά τα αυγά. Νέοι είμαστε, κάπως θα γίνει και θα ξανακαταστραφούμε, θα τα καταφέρουμε, όλα γίνονται, δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δε γαμιέται. Δε γαμιέται.


pour Ioli
merci narrator & panpan