9.3.13

εφτά πολαρόιντ για τον Σαββόπουλο

1
Το καλοκαίρι του 1985 ο πατέρας μου σταματά το Opel Kadett του έξω από ένα δισκάδικο στην Αμφιλοχία. Είναι λεπτός, 34 ετών, με γυαλί που σήμερα θα το φόραγαν καλοντυμένα αγόρια και κορίτσια του κέντρου, με μουστάκι και πυκνό μαλλί. Μπαίνει μέσα και γυρίζει μετά από δύο λεπτά με μια κασέτα στρουμφάκια. Ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσω να γκρινιάζω και να συνεχιστεί ήσυχα το ταξίδι για τη Λευκάδα. Αυτή είναι μια απο τις αγαπημένες ιστορίες των γονιών μου, πως επι μια εβδομάδα ακούγαν συνεχώς τα στρουμφάκια. 
Εγώ δεν την θυμάμαι αυτή την ιστορία. Θυμάμαι πράγματα πριν απο αυτό και πράγματα μετά από αυτό αλλά τη συγκεκριμένη ιστορία όχι. Γενικά, στις μόνες αναμνήσεις που έχω απο ταξίδια με αυτοκίνητο σε τόσο μικρή ηλικία ακούγεται η Συννεφούλα, η Σημαία από νάυλον και ο Καραγκιόζης του Σαββόπουλου.

2
Τον χειμώνα το 2010 έχω τσακωθεί με τη Β. Πίνω μόνος μου στο μπαλκόνι της Κυψέλης, βρέχει, φοράω ένα χοντρό μπουφάν όπως αυτά που φορούσαν οι στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας και σκούφο και κάθομαι κάτω από την τέντα σε έναν παλιο καναπε που έχω βρεί στα σκουπίδια, στη γωνία Δροσοπούλου και Κεφαλληνίας. Αρχίζω ασυναίσθητα να μουρμουρίζω τη Συννεφούλα και τότε συνειδητοποιώ ότι κάποια πράγματα τελικά γίνονται. Οταν ήμουν μικρός ήθελα τη Συννεφούλα χωρίς να ξέρω τι είναι και όταν μεγάλωσα τελικά τη βρήκα. Και αφενός δε μου άρεσε και αφετέρου τώρα δεν έχω κάτι να περιμένω.



Ειμαι 6 ετών και κάθομαι στο πίσω κάθισμα στην καινούρια Opel Ascona. Έχω κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι και σκέφτομαι "τούτο το παιδί που δεν έχει απόψε που να πάει, που να πάει". Δυσκολεύομαι να καταλάβω. Γιατί δεν πάει σπίτι του; Τι κάνει η μαμά του κι ο μπαμπάς του; Υπαρχουν παιδάκια μόνα τους; Και κάνουν παρέα με ενα λευκό σεντόνι και μια τρελή λάμπα;
Όταν μεγαλώσεις βλέπεις πως μπορείς να έχεις σπίτι, φίλους, οικογένεια, σύντροφο και ακόμη και τότε να μην έχεις που να πας.

4
Είμαι 17, είναι καλοκαίρι, ένας πάνκης γύρω στα 25 έρχεται σπίτι να αράξουμε. Δεν τον συμπαθώ πολύ, αλλά πηγαίνουμε μαζί σε κάτι συναυλίες και μου γράφει κασέτες με GBH, Amebix και Crass. Αράζουμε μονοι στο σπίτι και σε κάποια φάση μου λέει χωρις να το περιμένω "έχω φούντα αλλά δεν ξέρω να στρίβω". Στην αρχή γέλασα, αλλά του έστριψα δυο τρια τσιγάρα. Όσο έστριβα κοίταζε τα βινύλια. "Να πάρω να ακούσω αυτά; θα στα φέρω απο βδομάδα" λέει. Κράταγε το Ουαι του Χατζή και το Φορτηγό του Σαββόπουλου. Φυσικά τους εξαφάνισε, χαθήκαμε, θα ξεκόβαμε ούτως ή άλλως, είμασταν διαφορετικοί. Τον ξαναείδα μια φορά στα εξάρχεια πριν λίγα χρόνια και ούτε εγώ ούτε αυτός είχαμε όρεξη να μιλήσουμε, αλλάξαμε πεζοδρόμια και χαθήκαμε.

5
Χτες στο Gagarin. Είναι η πρώτη φορά που πάω μόνος μου σε συναυλία, η πρώτη φορά που βλέπω από κοντά τον Σαββόπουλο και η πρώτη φορά που κλαίω σε συναυλία. Μετά το διάλειμμα ανεβαίνω στον εξώστη, έχω αρχίσει να ζαλίζομαι από τις μπύρες και με έχει πιάσει μια μαλακία οπου δεν μπορώ να σταματήσω να δακρύζω. Θέλω να καπνίσω, γυρίζω δεξιά και βλέπω μια καλοντυμένη κυρία γύρω στα 55 να καπνίζει μόνη της. Της λέω "συγγνώμη, αλλά επειδή έχω συγκινθεί πολύ, μπορώ να έχω ένα τσιγάρο;" Μου δίνει και μου το ανάβει. "Το έχω κόψει, μου λέει, μόνο για τον Σαββόπουλο πήρα". "Κι εγώ" της απαντάω. Μου χαμογέλαει, μου λέει "μην το ξαναρχίσεις" και γυρίζει ξανά προς τη σκηνή με κόκκινα μάτια.
Μετά θυμάμαι πως σήμερα είναι τα γενέθλια του πατέρα μου και σκέφτομαι ότι αν ήταν στην Αθήνα θα του έκανα δώρο ενα εισιτήριο και ένα τσιγάρο.

6
Πριν δύο χρόνια, στο ξέσπασμα της κρίσης ο Σαββόπουλος λέει να στείλουμε τους μετανάστες σε νησιά. Δυσκολεύομαι να το διαχειριστώ, θυμάμαι τους γονείς μου να συζητάνε για τον Σαββόπουλο και τον Μητσοτάκη και πόσο μπερδευόμουν που δυο προσωπικότητες που προκαλούσαν στην οικογένεια τα ακριβώς αντίθετα συναισθήματα, ήταν τώρα στην ίδια θεματική συζήτηση. Κάθε σχέση έχει ένα αγκάθι, η πολιτκή είναι αγκάθι στην αγάπη μου για τον Σαββόπουλο, μπορεί να είναι παρεξηγημένος, μπορεί να είναι μαλάκας, δεν ξέρω, εγώ τον συγχωρώ κι ας με πληγώνει καμια φορά.

7
Χτες ξημερώματα. Είμαι στο αυτοκίνητο μιας σχεδόν άγνωστης κοπέλας, ήταν με τους φίλους μου σε ένα πάρτυ, δεν είχα καθόλου λεφτά πάνω μου, με όσα είχα ήπια μπύρες στο gagarin. Είμαι πλέον μεθυσμένος, της λέω είναι 4, κάνει ψωλόκρυο, δεν έχω μια, θα με αφήσεις κάπου στο κέντρο όπως κατεβαίνεις; Στην αρχή της βραδιάς έκλαιγα στον σαββόπουλο, μετά έπινα ουίσκι σε ένα υπόγειο όπου η Α. και ο Β. μου έβαφαν το πρόσωπο για να μοιάζω με γατούλη και τώρα είμαι στην Μεσογείων, ο δρόμος είναι άδειος, η κοπέλα μου μιλάει και λέει κάτι για δουλειές και για έναν γκόμενο που είχε αλλά ηταν μαλάκας κι εγώ δεν την ακούω καλά, προσπαθώ να θυμηθώ ποια είναι, αν της την έπεσα, αν μου την έπεσε, αλλά όχι, ευτυχώς τίποτα, φίλη των παιδιών είναι, της λέω ασε με εδώ σε παρακαλώ, καλά είναι. Μου λέει αν θες σε παω και στο σπίτι, δεν είναι κόπος, και της λέω όχι εντάξει και κατεβαίνω. 
Προσπαθώ να καταλάβω που κατέβηκα, βλέπω το Δρομέα, οκ σκέφτομαι, πάω στέκομαι από κάτω και του λέω "εσύ έχεις απόψε που να πας;". Δεν απαντάει, περιμένω λίγο ακόμη, τον βγάζω μια φωτογραφία, ένας ταρίφας μπαίνει στην Β. Σοφίας με 140 και λάστιχα που στριγγλίζουν στην άσφαλτο. Χαιρετάω το άγαλμα, το μόνο άγαλμα που φαίνεται να είναι πιο χαρούμενο από τους ανθρώπους, και περπατάω για το σπίτι λίγο πριν ξημερώσει. Σκέφτομαι πόσο ωραία θα ήταν τώρα να άρχιζε ναι χιονίζει και να ακουγόταν από κάπου το Ολαρία Ολαρά και αρχίζω να δακρύζω ξανά σαν πεντάχρονο κοριτσάκι.

 

8.3.13

φυτά εσωτερικών χώρων

Μερικές μέρες θέλω να πετάξω τα έπιπλα από το σαλόνι και να φτιάξω περιστερώνες, όπως ο τύπος στο ghost dog αλλά μέσα στο σπίτι, να αφήσω μόνο έναν καναπέ, να κάθομαι και τα πουλιά να πετάνε δίπλα μου. 
Αυτές τις μέρες θέλω να νιώσω σαν βαλκάνιος σαμουράι, αντί για χιπ-χοπ να ακούω Μπέλλου και Τσιτσάνη, να πίνω τσίπουρο στον φθαρμένο καναπέ και να πεθαίνω κι εγώ για κάτι μεγάλο ή για κάτι όμορφο ή για κάτι που θα γίνει μια μέρα ταινία ή βιβλίο.

'Η δέντρα, δέντρα μέσα σε σπίτια, γιατί δεν το κάνουμε αυτό; Βαρέθηκα τα σουηδικά τραπεζάκια, τους πίνακες από φτηνά αφισάδικα και τα ψαγμένα φωτιστικά από PVC, ύφασμα και ατσαλόσυρμα. Σίγουρα θα έχει γίνει, σχεδόν όλα έχουν γίνει.
Σκέφτομαι σπασμένους σταρ του Χόλυγουντ με ρυτίδες και θολά μάτια να σβήνουν τα φτηνά αμερικάνικα τσιγάρα τους σε ψηλά δέντρα σαλονιού, φυτά πιο μεγάλα από τους ίδιους, μέσα σε ξεθωριασμένες βίλες της οροσειράς της Σάντα Μόνικα ή της κοιλάδας του Σαν Χοακίν ή άλλων ισπανικών τοπωνυμίων. 
Αυτές τις μέρες θέλω να νιώσω έτσι, ένα αστραφτερό πρώην μεγαλείο, κάτι να έχω να θυμάμαι από μια φανταστική νεότητα, δύο, τρία ή τέσσερα χαιλάιτ κι ας είναι στα πενήντα ή στα εξήντα μου να σβήνω τσιγάρα μόνος μου σε δέντρα στο σαλόνι μου.  


Αν οι άνθρωποι είχαν διακόπτες πιστεύω πως οι δικοί σου θα ήταν χαλασμένοι
θα πατούσα το off και δεν θα γινόταν τίποτα
θα περπατούσες αφηρημένη ή υπνωτισμένη ή μεθυσμένη ή δεν ξέρω τι
και τίποτα. 
Και οι δικοί μου. Να κάτι που έχουμε κοινό.

Οι πάνκηδες έχουν πλέον κοιλιές, καράφλες και παιδιά
έχουν αϋπνίες και ανεβάζουν στο facebook μπάντες από τη Μινεσότα του 90 ή το Σικάγο του 87
πίνουν φασκόμηλο, τρώνε γιαούρτια και βλέπουν μεταμεσονύκτια σκουπίδια στην τηλεόραση.
Το πανκ πέθανε αλλά κάπου γαμήθηκε η φάση και μας άφησε κληρονομιά τους πάνκηδες.

- φλασμπακ 4 ημερών -
Είδα έναν μετανάστη στο πάρκο έξω από το μετρό με διαφημιστικό μπλουζάκι, πρέπει να ήταν από γαριδάκια ή σερβιέτες, και μετά στην αποβάθρα άλλος ένας, το tshirt του είχε ένα φτηνό σκοτσέζικο ουίσκι και σκέφτηκα ότι κάπου εκεί πάει το πράγμα, σιγά σιγά θα έχουμε σπόνσορες σαν τις ομάδες μπάσκετ, θα μας πουλάνε στο χρηματιστήριο, θα μας αγοράζουν, θα γίνει πιο σκληρή η φάση.  
"Θέλω 3 Samsung Πακιστανούς να μου βάψουν το σπίτι".
"Αγόρασα 8 Marlboro Σενεγαλέζους για να μαζέψουν τις ελιές". 
Σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να είμαστε πολύ αυστηροί, ίσως αυτή να είναι η μόνη πλευρά της επιστημονικής φαντασίας που θα προλάβουμε να ζήσουμε και ίσως, μπορεί κι εμείς κάποια άσχημα βράδια να πέσουμε χαμηλά και να αγοράσουμε κάποιον για παρεα π.χ. "Θέλω έναν HSBC Σέρβο να έρθει να δούμε ταινία και να πιούμε μπύρες". 
Ο τύπος με το ουίσκι στη μπλούζα χαμογελάει, του λέω γεια, μπαίνουμε στο συρμό και δεν θα τον ξαναδώ ποτέ.
- φλασμπακ τέλος -



Τώρα γύρνα το μέσα έξω, σκέψου μια παράλληλη πραγματικότητα.

Οι καναπέδες είναι ζωντανοί και διαλέγουν σε ποιο σαλόνι θα αράξουν, τα τετράγωνα τραπεζάκια από MDF με επίστρωση από λευκό βακελίτη και συμπληρωματικό επίπεδο για αποθήκευση περιοδικών, τηλεκοντρόλ και φυλλαδίων ντελίβερυ επιλέγουν συνειδητά κάτω από ποιό μίνιμαλ ιταλικό φωτιστικό θα καθίσουν, οι βιβλιοθήκες διαλέγουν τοίχους, τα χαλιά ανοίγουν μόνα τους, οι τηλεοράσεις στέκονται απέναντι από τους καναπέδες και παίζουν ότι μαλακία τηλεπαιχνίδι θέλουν. 

Δεν έχεις επιλογή, ξέχνα το. 

Είναι μπετόν, σίδερο, κουφώματα αλουμινίου, λευκές συσκευές και μοντέρνα γκάτζετ, κλειδαριές ασφαλείας, σε τέλεια αρμονία, ένας υπεροργανισμός που σιγά σιγά κατέκτησε τον πλανήτη.
Δεν είσαι κάτι ξεχωριστό, πρέπει να το χεις νιώσει κι εσύ, νομίζεις ότι έχεις το πάνω χέρι αλλά τελικά αυτά τα αντικείμενα ζουν ξέγνοιαστα και εμείς είμαστε τα αγχώδη νευρωτικά φυτά εσωτερικών χώρων τους, εμείς είμαστε, εμείς κάνουμε παρέα σ' αυτόν τον υλικό υπεροργανισμό, μας έχει αγοράσει, μας ποτίζει, μας φροντίζει, μας χαλαρώνει.
Φάε τώρα.  
Μπέργκερ, πατάτες, μαγιονέζα, κοκακόλα, φλουοξετίνη, σερτραλίνη και λίγη παρακεταμόλη για το χανγκόβερ.
Αυτή είναι η χλωροφύλλη σου.
Δες τιβι. 
Χάιδεψε τον καναπέ. 
Παίξε με το κινητό.
Αυτά.