1
Το καλοκαίρι του 1985 ο πατέρας μου σταματά το Opel Kadett του έξω από ένα δισκάδικο στην Αμφιλοχία. Είναι λεπτός, 34 ετών, με γυαλί που σήμερα θα το φόραγαν καλοντυμένα αγόρια και κορίτσια του κέντρου, με μουστάκι και πυκνό μαλλί. Μπαίνει μέσα και γυρίζει μετά από δύο λεπτά με μια κασέτα στρουμφάκια. Ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσω να γκρινιάζω και να συνεχιστεί ήσυχα το ταξίδι για τη Λευκάδα. Αυτή είναι μια απο τις αγαπημένες ιστορίες των γονιών μου, πως επι μια εβδομάδα ακούγαν συνεχώς τα στρουμφάκια.
Εγώ δεν την θυμάμαι αυτή την ιστορία. Θυμάμαι πράγματα πριν απο αυτό και πράγματα μετά από αυτό αλλά τη συγκεκριμένη ιστορία όχι. Γενικά, στις μόνες αναμνήσεις που έχω απο ταξίδια με αυτοκίνητο σε τόσο μικρή ηλικία ακούγεται η Συννεφούλα, η Σημαία από νάυλον και ο Καραγκιόζης του Σαββόπουλου.
2
Τον χειμώνα το 2010 έχω τσακωθεί με τη Β. Πίνω μόνος μου στο μπαλκόνι της Κυψέλης, βρέχει, φοράω ένα χοντρό μπουφάν όπως αυτά που φορούσαν οι στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας και σκούφο και κάθομαι κάτω από την τέντα σε έναν παλιο καναπε που έχω βρεί στα σκουπίδια, στη γωνία Δροσοπούλου και Κεφαλληνίας. Αρχίζω ασυναίσθητα να μουρμουρίζω τη Συννεφούλα και τότε συνειδητοποιώ ότι κάποια πράγματα τελικά γίνονται. Οταν ήμουν μικρός ήθελα τη Συννεφούλα χωρίς να ξέρω τι είναι και όταν μεγάλωσα τελικά τη βρήκα. Και αφενός δε μου άρεσε και αφετέρου τώρα δεν έχω κάτι να περιμένω.
3
Ειμαι 6 ετών και κάθομαι στο πίσω κάθισμα στην καινούρια Opel Ascona. Έχω κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι και σκέφτομαι "τούτο το παιδί που δεν έχει απόψε που να πάει, που να πάει". Δυσκολεύομαι να καταλάβω. Γιατί δεν πάει σπίτι του; Τι κάνει η μαμά του κι ο μπαμπάς του; Υπαρχουν παιδάκια μόνα τους; Και κάνουν παρέα με ενα λευκό σεντόνι και μια τρελή λάμπα;
Όταν μεγαλώσεις βλέπεις πως μπορείς να έχεις σπίτι, φίλους, οικογένεια, σύντροφο και ακόμη και τότε να μην έχεις που να πας.
4
Είμαι 17, είναι καλοκαίρι, ένας πάνκης γύρω στα 25 έρχεται σπίτι να αράξουμε. Δεν τον συμπαθώ πολύ, αλλά πηγαίνουμε μαζί σε κάτι συναυλίες και μου γράφει κασέτες με GBH, Amebix και Crass. Αράζουμε μονοι στο σπίτι και σε κάποια φάση μου λέει χωρις να το περιμένω "έχω φούντα αλλά δεν ξέρω να στρίβω". Στην αρχή γέλασα, αλλά του έστριψα δυο τρια τσιγάρα. Όσο έστριβα κοίταζε τα βινύλια. "Να πάρω να ακούσω αυτά; θα στα φέρω απο βδομάδα" λέει. Κράταγε το Ουαι του Χατζή και το Φορτηγό του Σαββόπουλου. Φυσικά τους εξαφάνισε, χαθήκαμε, θα ξεκόβαμε ούτως ή άλλως, είμασταν διαφορετικοί. Τον ξαναείδα μια φορά στα εξάρχεια πριν λίγα χρόνια και ούτε εγώ ούτε αυτός είχαμε όρεξη να μιλήσουμε, αλλάξαμε πεζοδρόμια και χαθήκαμε.
5
Χτες στο Gagarin. Είναι η πρώτη φορά που πάω μόνος μου σε συναυλία, η πρώτη φορά που βλέπω από κοντά τον Σαββόπουλο και η πρώτη φορά που κλαίω σε συναυλία. Μετά το διάλειμμα ανεβαίνω στον εξώστη, έχω αρχίσει να ζαλίζομαι από τις μπύρες και με έχει πιάσει μια μαλακία οπου δεν μπορώ να σταματήσω να δακρύζω. Θέλω να καπνίσω, γυρίζω δεξιά και βλέπω μια καλοντυμένη κυρία γύρω στα 55 να καπνίζει μόνη της. Της λέω "συγγνώμη, αλλά επειδή έχω συγκινθεί πολύ, μπορώ να έχω ένα τσιγάρο;" Μου δίνει και μου το ανάβει. "Το έχω κόψει, μου λέει, μόνο για τον Σαββόπουλο πήρα". "Κι εγώ" της απαντάω. Μου χαμογέλαει, μου λέει "μην το ξαναρχίσεις" και γυρίζει ξανά προς τη σκηνή με κόκκινα μάτια.
Μετά θυμάμαι πως σήμερα είναι τα γενέθλια του πατέρα μου και σκέφτομαι ότι αν ήταν στην Αθήνα θα του έκανα δώρο ενα εισιτήριο και ένα τσιγάρο.
6
Πριν δύο χρόνια, στο ξέσπασμα της κρίσης ο Σαββόπουλος λέει να στείλουμε τους μετανάστες σε νησιά. Δυσκολεύομαι να το διαχειριστώ, θυμάμαι τους γονείς μου να συζητάνε για τον Σαββόπουλο και τον Μητσοτάκη και πόσο μπερδευόμουν που δυο προσωπικότητες που προκαλούσαν στην οικογένεια τα ακριβώς αντίθετα συναισθήματα, ήταν τώρα στην ίδια θεματική συζήτηση. Κάθε σχέση έχει ένα αγκάθι, η πολιτκή είναι αγκάθι στην αγάπη μου για τον Σαββόπουλο, μπορεί να είναι παρεξηγημένος, μπορεί να είναι μαλάκας, δεν ξέρω, εγώ τον συγχωρώ κι ας με πληγώνει καμια φορά.
7
Χτες ξημερώματα. Είμαι στο αυτοκίνητο μιας σχεδόν άγνωστης κοπέλας, ήταν με τους φίλους μου σε ένα πάρτυ, δεν είχα καθόλου λεφτά πάνω μου, με όσα είχα ήπια μπύρες στο gagarin. Είμαι πλέον μεθυσμένος, της λέω είναι 4, κάνει ψωλόκρυο, δεν έχω μια, θα με αφήσεις κάπου στο κέντρο όπως κατεβαίνεις; Στην αρχή της βραδιάς έκλαιγα στον σαββόπουλο, μετά έπινα ουίσκι σε ένα υπόγειο όπου η Α. και ο Β. μου έβαφαν το πρόσωπο για να μοιάζω με γατούλη και τώρα είμαι στην Μεσογείων, ο δρόμος είναι άδειος, η κοπέλα μου μιλάει και λέει κάτι για δουλειές και για έναν γκόμενο που είχε αλλά ηταν μαλάκας κι εγώ δεν την ακούω καλά, προσπαθώ να θυμηθώ ποια είναι, αν της την έπεσα, αν μου την έπεσε, αλλά όχι, ευτυχώς τίποτα, φίλη των παιδιών είναι, της λέω ασε με εδώ σε παρακαλώ, καλά είναι. Μου λέει αν θες σε παω και στο σπίτι, δεν είναι κόπος, και της λέω όχι εντάξει και κατεβαίνω.
Προσπαθώ να καταλάβω που κατέβηκα, βλέπω το Δρομέα, οκ σκέφτομαι, πάω στέκομαι από κάτω και του λέω "εσύ έχεις απόψε που να πας;". Δεν απαντάει, περιμένω λίγο ακόμη, τον βγάζω μια φωτογραφία, ένας ταρίφας μπαίνει στην Β. Σοφίας με 140 και λάστιχα που στριγγλίζουν στην άσφαλτο. Χαιρετάω το άγαλμα, το μόνο άγαλμα που φαίνεται να είναι πιο χαρούμενο από τους ανθρώπους, και περπατάω για το σπίτι λίγο πριν ξημερώσει. Σκέφτομαι πόσο ωραία θα ήταν τώρα να άρχιζε ναι χιονίζει και να ακουγόταν από κάπου το Ολαρία Ολαρά και αρχίζω να δακρύζω ξανά σαν πεντάχρονο κοριτσάκι.
Το καλοκαίρι του 1985 ο πατέρας μου σταματά το Opel Kadett του έξω από ένα δισκάδικο στην Αμφιλοχία. Είναι λεπτός, 34 ετών, με γυαλί που σήμερα θα το φόραγαν καλοντυμένα αγόρια και κορίτσια του κέντρου, με μουστάκι και πυκνό μαλλί. Μπαίνει μέσα και γυρίζει μετά από δύο λεπτά με μια κασέτα στρουμφάκια. Ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσω να γκρινιάζω και να συνεχιστεί ήσυχα το ταξίδι για τη Λευκάδα. Αυτή είναι μια απο τις αγαπημένες ιστορίες των γονιών μου, πως επι μια εβδομάδα ακούγαν συνεχώς τα στρουμφάκια.
Εγώ δεν την θυμάμαι αυτή την ιστορία. Θυμάμαι πράγματα πριν απο αυτό και πράγματα μετά από αυτό αλλά τη συγκεκριμένη ιστορία όχι. Γενικά, στις μόνες αναμνήσεις που έχω απο ταξίδια με αυτοκίνητο σε τόσο μικρή ηλικία ακούγεται η Συννεφούλα, η Σημαία από νάυλον και ο Καραγκιόζης του Σαββόπουλου.
2
Τον χειμώνα το 2010 έχω τσακωθεί με τη Β. Πίνω μόνος μου στο μπαλκόνι της Κυψέλης, βρέχει, φοράω ένα χοντρό μπουφάν όπως αυτά που φορούσαν οι στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας και σκούφο και κάθομαι κάτω από την τέντα σε έναν παλιο καναπε που έχω βρεί στα σκουπίδια, στη γωνία Δροσοπούλου και Κεφαλληνίας. Αρχίζω ασυναίσθητα να μουρμουρίζω τη Συννεφούλα και τότε συνειδητοποιώ ότι κάποια πράγματα τελικά γίνονται. Οταν ήμουν μικρός ήθελα τη Συννεφούλα χωρίς να ξέρω τι είναι και όταν μεγάλωσα τελικά τη βρήκα. Και αφενός δε μου άρεσε και αφετέρου τώρα δεν έχω κάτι να περιμένω.
3
Ειμαι 6 ετών και κάθομαι στο πίσω κάθισμα στην καινούρια Opel Ascona. Έχω κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι και σκέφτομαι "τούτο το παιδί που δεν έχει απόψε που να πάει, που να πάει". Δυσκολεύομαι να καταλάβω. Γιατί δεν πάει σπίτι του; Τι κάνει η μαμά του κι ο μπαμπάς του; Υπαρχουν παιδάκια μόνα τους; Και κάνουν παρέα με ενα λευκό σεντόνι και μια τρελή λάμπα;
Όταν μεγαλώσεις βλέπεις πως μπορείς να έχεις σπίτι, φίλους, οικογένεια, σύντροφο και ακόμη και τότε να μην έχεις που να πας.
4
Είμαι 17, είναι καλοκαίρι, ένας πάνκης γύρω στα 25 έρχεται σπίτι να αράξουμε. Δεν τον συμπαθώ πολύ, αλλά πηγαίνουμε μαζί σε κάτι συναυλίες και μου γράφει κασέτες με GBH, Amebix και Crass. Αράζουμε μονοι στο σπίτι και σε κάποια φάση μου λέει χωρις να το περιμένω "έχω φούντα αλλά δεν ξέρω να στρίβω". Στην αρχή γέλασα, αλλά του έστριψα δυο τρια τσιγάρα. Όσο έστριβα κοίταζε τα βινύλια. "Να πάρω να ακούσω αυτά; θα στα φέρω απο βδομάδα" λέει. Κράταγε το Ουαι του Χατζή και το Φορτηγό του Σαββόπουλου. Φυσικά τους εξαφάνισε, χαθήκαμε, θα ξεκόβαμε ούτως ή άλλως, είμασταν διαφορετικοί. Τον ξαναείδα μια φορά στα εξάρχεια πριν λίγα χρόνια και ούτε εγώ ούτε αυτός είχαμε όρεξη να μιλήσουμε, αλλάξαμε πεζοδρόμια και χαθήκαμε.
5
Χτες στο Gagarin. Είναι η πρώτη φορά που πάω μόνος μου σε συναυλία, η πρώτη φορά που βλέπω από κοντά τον Σαββόπουλο και η πρώτη φορά που κλαίω σε συναυλία. Μετά το διάλειμμα ανεβαίνω στον εξώστη, έχω αρχίσει να ζαλίζομαι από τις μπύρες και με έχει πιάσει μια μαλακία οπου δεν μπορώ να σταματήσω να δακρύζω. Θέλω να καπνίσω, γυρίζω δεξιά και βλέπω μια καλοντυμένη κυρία γύρω στα 55 να καπνίζει μόνη της. Της λέω "συγγνώμη, αλλά επειδή έχω συγκινθεί πολύ, μπορώ να έχω ένα τσιγάρο;" Μου δίνει και μου το ανάβει. "Το έχω κόψει, μου λέει, μόνο για τον Σαββόπουλο πήρα". "Κι εγώ" της απαντάω. Μου χαμογέλαει, μου λέει "μην το ξαναρχίσεις" και γυρίζει ξανά προς τη σκηνή με κόκκινα μάτια.
Μετά θυμάμαι πως σήμερα είναι τα γενέθλια του πατέρα μου και σκέφτομαι ότι αν ήταν στην Αθήνα θα του έκανα δώρο ενα εισιτήριο και ένα τσιγάρο.
6
Πριν δύο χρόνια, στο ξέσπασμα της κρίσης ο Σαββόπουλος λέει να στείλουμε τους μετανάστες σε νησιά. Δυσκολεύομαι να το διαχειριστώ, θυμάμαι τους γονείς μου να συζητάνε για τον Σαββόπουλο και τον Μητσοτάκη και πόσο μπερδευόμουν που δυο προσωπικότητες που προκαλούσαν στην οικογένεια τα ακριβώς αντίθετα συναισθήματα, ήταν τώρα στην ίδια θεματική συζήτηση. Κάθε σχέση έχει ένα αγκάθι, η πολιτκή είναι αγκάθι στην αγάπη μου για τον Σαββόπουλο, μπορεί να είναι παρεξηγημένος, μπορεί να είναι μαλάκας, δεν ξέρω, εγώ τον συγχωρώ κι ας με πληγώνει καμια φορά.
7
Χτες ξημερώματα. Είμαι στο αυτοκίνητο μιας σχεδόν άγνωστης κοπέλας, ήταν με τους φίλους μου σε ένα πάρτυ, δεν είχα καθόλου λεφτά πάνω μου, με όσα είχα ήπια μπύρες στο gagarin. Είμαι πλέον μεθυσμένος, της λέω είναι 4, κάνει ψωλόκρυο, δεν έχω μια, θα με αφήσεις κάπου στο κέντρο όπως κατεβαίνεις; Στην αρχή της βραδιάς έκλαιγα στον σαββόπουλο, μετά έπινα ουίσκι σε ένα υπόγειο όπου η Α. και ο Β. μου έβαφαν το πρόσωπο για να μοιάζω με γατούλη και τώρα είμαι στην Μεσογείων, ο δρόμος είναι άδειος, η κοπέλα μου μιλάει και λέει κάτι για δουλειές και για έναν γκόμενο που είχε αλλά ηταν μαλάκας κι εγώ δεν την ακούω καλά, προσπαθώ να θυμηθώ ποια είναι, αν της την έπεσα, αν μου την έπεσε, αλλά όχι, ευτυχώς τίποτα, φίλη των παιδιών είναι, της λέω ασε με εδώ σε παρακαλώ, καλά είναι. Μου λέει αν θες σε παω και στο σπίτι, δεν είναι κόπος, και της λέω όχι εντάξει και κατεβαίνω.
Προσπαθώ να καταλάβω που κατέβηκα, βλέπω το Δρομέα, οκ σκέφτομαι, πάω στέκομαι από κάτω και του λέω "εσύ έχεις απόψε που να πας;". Δεν απαντάει, περιμένω λίγο ακόμη, τον βγάζω μια φωτογραφία, ένας ταρίφας μπαίνει στην Β. Σοφίας με 140 και λάστιχα που στριγγλίζουν στην άσφαλτο. Χαιρετάω το άγαλμα, το μόνο άγαλμα που φαίνεται να είναι πιο χαρούμενο από τους ανθρώπους, και περπατάω για το σπίτι λίγο πριν ξημερώσει. Σκέφτομαι πόσο ωραία θα ήταν τώρα να άρχιζε ναι χιονίζει και να ακουγόταν από κάπου το Ολαρία Ολαρά και αρχίζω να δακρύζω ξανά σαν πεντάχρονο κοριτσάκι.