ΚΡΙΤΙΚΗ:
Το βασικό σημείο που χωλαίνει το a supermarket in california ως προς τον παραλληλισμό με την ελληνική πραγματικότητα είναι το ότι αναφέρεται σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία που ορίζεται ως τέτοια, ορίζεται δραματικά από το σόπινγκ και την κατανάλωση. Αφενός κάτι τέτοιο απεδείχθη ατελέσφορο (όπως και το εξ ευωνύμων ιστορικό αντίθετό του) και αφετέρου στην Ελλάδα δεν είμαστε έτσι.
Στην Ελλάδα δεν σχηματίστηκε αυτή η κοινωνία έτσι, έτσι προέκυψε όταν εισέρευσε χωρίς κόπο το χρήμα.
Τί συνθέτει τον χαρακτήρα της Ελλάδος λοιπόν;
Εκ πρώτης όψεως θα λέγαμε μια φιλαυτία στα όρια του ψυχολογικού αυνανισμού, μια αγάπη στο εφήμερο, φέτα, ελιές, παπάδες και τηλεόραση.
Σε μια περισσότερο εκ βαθέων ανάλυση θα λέγαμε τίποτα.
Τίποτα απολύτως.
Δεν είμαστε τίποτα.
Δεν έχουμε χαρακτηριστικά, δεν ζούμε, βλέπουμε τιβούλα, αράζουμε καναπέ, πάμε καρύτση, πάμε εξάρχεια, απλά έτσι. Δεν ξέρουμε γιατί.
Αν τελικά θέλουμε να δούμε την Ελλάδα μέσω μιας σπουδής στο σουπερμάρκετ του γκίνσμπεργκ, η παρακάτω στιχοθεσία θα φάνταζε ιδανική.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ:
ΕΝΑ ΣΟΥΠΕΡΜΑΡΚΕΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πόσο σε σκέφτομαι σήμερα, Μανώλη Καψή, που περπάτησα στα πεζοδρόμια κάτω από τα δέντρα με έναν εγωισμό που κοίταζε στο ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης.
Στην πείνα μου μπήκα στον ΑΝΤ1 να ψωνίσω κώλους.
Τί κώλοι! Τι στήθια (=βυζιά). Ολάκερες οικογένειες χασμουριούνται με τα τηλεκοντρόλ. Διάδρομοι με ιδρωμένους ψηφοφόρους! Γυναίκες στα ζάρα, παιδιά στα τζάμπο - κι εσύ, Γιάννη Πρετεντέρη, τι έκανες στα λεμονάδικα;
Σε είδα, Νίκο Χατζηνικολάου, άκληρο, γερο παράξενο, να ψάχνεις τα κρέατα της τηλεόρασης και να κοζάρεις τα όντα του τουίτερ.
Σε είδα να λες: "Φοβούμαι!", "Φοβούμαι!", " Ναι, διότι φοβούμαι."
Σε ακολούθησα κι εγώ.
Περάσαμε τα τηλεοπτικά ταμέια χωρίς να πληρώσουμε.
Πού πάμε Παύλο Τσίμα; Οι πόρτες κλείνουν σε μια ώρα. Πάμε για τέννις και χωριάτικη;
Θα περπατάμε για πάντα στην μετα-τηλεοπτική ελλάδα?
Α, Νίκο Χατζηνικολάου, σύγχρονε έλληνα, φίλε της μπριγιαντίνης, τι έκανες όταν μου τέλειωνε ο αέρας και το χαρτζιλίκι κι έγραφες "καλημέρα!" και "καληνύχτα!",
έπινες λούκοζεϊντ και σιγομουρμούραγες πάνο κιάμο;